Πάριοι

Πάριοι
Πάριος
Paros
masc nom/voc pl
Πάρος
Paros
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρίοι — παρίοῑ , πάρειμι 2 ibo pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • CABARNI — Sacerdotes Cereris apud Parios. Hesych. Καβάρνοι, οἱ τῆς Δήμητρος ἱερεῖς, ὡς Πάριοι. Hinc Suidas in Ο᾿ργιῶνες, ὁ γοῦν Α᾿ντίμαχος εν τῇ Λυδῇ (lege Λήδης᾿ γενεᾷ Καβάρνους θῆκεν ἀβακλέας (lege ἀγακλέας᾿ ὀργεῶνας. Stephanus, in Πάρος, scribit post… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • ar-1*, themat. (a)re-, heavy basis arǝ-, rē- and i-basis (a)rī̆ -, rēi- —     ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i basis (a)rī̆ , rēi     English meaning: to move, pass     Deutsche Übersetzung: “fũgen, passen”     Note: Root ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i Basis (a)rī̆ , rēi : “to move …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”